καθαρόαιμος

καθαρόαιμος
-η, -ο
1. αυτός που έχει καθαρό, δηλ. γνήσιο, αμιγές αίμα, ευγενής
2. (για ίππους) αυτός που προέρχεται από γονείς τής ίδιας γενιάς και όχι από διασταύρωση
3. (γενικώς) γνήσιος, πραγματικός, αληθινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καθαρός + -αιμος (< αίμα), πρβλ. θερμό-αιμος, ψύχρ-αιμος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • καθαρόαιμος — η, ο αυτός που έχει αίμα γνήσιο, ευγενής: Έχω ένα καθαρόαιμο αραβικό άλογο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • καθαρός — ή, ό, θηλ. και καθαρά (AM καθαρός, ά, όν, Α δωρ. τ. κοθαρός, αιολ. τ. κόθαρός) 1. απαλλαγμένος από βρομιές, καθαρισμένος, παστρικός (α. «καθαρά ρούχα» β. «καθαρά χροΐ εἴματ ἔχοντα», Ομ. Οδ.) 2. απαλλαγμένος από κάθε ξένη ουσία, αμιγής, γνήσιος,… …   Dictionary of Greek

  • Ντρέδες — Πολεμιστές από τα Σουλιμοχώρια της Τριφυλίας. Ήταν αλβανόφωνοι και η ονομασία τους προέρχεται από την αλβανική λέξη ντρες, που σημαίνει καθαρόαιμος, ανεξάρτητος και ανυπότακτος. Στην Επανάσταση είχαν αρχηγό τους τον Μήτρο Αναστασιάδη και τους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”