- καθαρόαιμος
- -η, -ο1. αυτός που έχει καθαρό, δηλ. γνήσιο, αμιγές αίμα, ευγενής2. (για ίππους) αυτός που προέρχεται από γονείς τής ίδιας γενιάς και όχι από διασταύρωση3. (γενικώς) γνήσιος, πραγματικός, αληθινός.[ΕΤΥΜΟΛ. < καθαρός + -αιμος (< αίμα), πρβλ. θερμό-αιμος, ψύχρ-αιμος].
Dictionary of Greek. 2013.